- κόλακας
- ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς -ίδος)αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων ἐμπεσεῖν ἤ κολάκων», παροιμ.β. «διάβολοι και συκοφάνται και κόλακες», Πλούτ.)αρχ.1. παράσιτος («δίαιταν ἥν ἔχουσ' οἱ κόλακες πρὸς ὑμᾱς λέξομεν», Εύπ.)2. μτγν. γόης*, μάγος3. (κατά κωμική παραφθορά) κόραξ («Ἀλκιβιάδης εἶπε πρὸς με τραυλίσαςὁλᾱς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει», Αριστοφ.)4. το θηλ. ἡ κολακίςγυναίκα η οποία έβαζε την πλάτη της ως σκαλοπάτι για να πατά η βασίλισσα και να βγαίνει ή να μπαίνει στην άμαξα, αλλ. κλιμακίς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα -ακ- με το οποίο σχηματίζονται πολλές λέξεις τής καθομιλουμένης. Πιθ. συνδέεται με τη λ. κηλῶ, ενώ κατ' άλλους με τις λ. κέλλω, δύσκολος. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται σε κωμικά ανθρωπωνύμια, όπως κολακοφωροκλείδης, κολακώνυμος.ΠΑΡ. κολακεύωαρχ.κολακικός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. δημοκόλαξ, διονυσοκόλαξ, κνισοκόλαξ, κυσοκόλαξ, λιμοκόλαξ, μαλακοκόλαξ, μουσοκόλαξ, φαυλοκόλαξ, φιλοκόλαξ, ψωμοκόλαξνεοελλ.αυλοκόλακας.
Dictionary of Greek. 2013.